- εμβαστικός
- η , όν относящийся к пересылке или переводу денег;
εμβαστική (επιστολή) — почтовый перевод;
τα εμβαστικά — стоимость пересылки денег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβαστική (επιστολή) — почтовый перевод;
τα εμβαστικά — стоимость пересылки денег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβαστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο έμβασμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εμβαστικά η δαπάνη για την αποστολή τού εμβάσματος … Dictionary of Greek